ἀδεές

ἀδεές
ἀδεής
fearless
masc/fem voc sg
ἀδεής
fearless
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”